- ασάνδαλος
- ἀσάνδαλος, -ον (Α)χωρίς σανδάλια, ξυπόλητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσάνδαλος — unsandalled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάνδαλον — ἀσάνδαλος unsandalled masc/fem acc sg ἀσάνδαλος unsandalled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσανδάλοις — ἀσάνδαλος unsandalled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάνδαλοι — ἀσάνδαλος unsandalled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασάμβαλος — ἀσάμβαλος, ον (Α) ασάνδαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον] … Dictionary of Greek